φυκοερυθρίνη

φυκοερυθρίνη
η, Ν
συν. στον πληθ. οι φυκοερυθρίνες
βοτ. η μία από τις τρεις βασικές κατηγορίες τών φυκοβιλινών, ερυθρές χρωστικές οι οποίες προσδίδουν στα ροδοφύκη τον χαρακτηριστικό χρωματισμό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phycoerythrin < φύκος + ερυθρός + κατάλ. -ίνη τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ροδοφύκη — Λέγονται και ροδόφυτα. Μικροσκοπικά φύκη, από τα πιο λεπτοφυή, ως προς το χρώμα και την κομψότητα των μορφών· ο θαλλός τους, πάντοτε πολυκύτταρος και στερεωμένος στο υπόθεμα, μπορεί να είναι απλός με διάπλαση νηματοειδή ή φυλλοειδή (κλάση… …   Dictionary of Greek

  • Άλγη — Φυτά κρυπτόγαμα που ανήκουν στην τάξη των θαλλοφύτων και έχουν μονοκυτταρική σύσταση. Ζουν σε γλυκά ή αλμυρά νερά και φέρουν συνήθως χλωροφύλλη που τα διαφοροποιεί από τους μύκητες. Στα ά. είναι δυνατόν να ενταχθούν και ορισμένοι τύποι φυτών που… …   Dictionary of Greek

  • λιθοθάμνιο — (Lithothamnion). Γένος απολιθωμένων κρυπτογαμικών φυτών της οικογένειας των κοραλλιονιδών, της ομοταξίας των ροδοφυκών. Περιλαμβάνει φύκη των αβαθών θαλασσών, τα οποία εμφανίστηκαν κατά την ιουρασική περίοδο. Το λ. αριθμεί περίπου 120 είδη, τα… …   Dictionary of Greek

  • τριχοδέσμιο — το, Ν βοτ. γένος κυανοφυκών, το οποίο περιλαμβάνει το είδος Trichodesmium erythraeum που περιέχει την κόκκινη φωτοσυνθετική χρωστική φυκοερυθρίνη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”